Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008

Αξίες και Υπεραξίες, Ρεαλισμός και Μύθοι

Τι διαφορά στην αξία έχει ένα κόσμημα αν το έχει φορέσει μια πριγκίπισσα από το αν το έχει φορέσει η κόρη ενός μεγαλέμπορα της λαχαναγοράς? Συγνώμη αλλά για εμένα καμία. Ένας άνθρωπος όσο σπουδαίος και να έχει υπάρξει δεν μπορεί να προσδώσει κάποια ιδιαίτερη αξία στα αντικείμενα του. Το ιδιόχειρο σημείωμα ενός ποιητή ή ενός τραγουδιστή αν το περιεχόμενο έχει εκδοθεί και έχει γίνει γνωστό στο κοινό, ρεαλιστικά δεν αξίζει τίποτα παραπάνω από το σημείωμα για την παραγγελία της εβδομάδας στο σούπερ μάρκετ. Κάποιοι επιτυχώς έχουν καταφέρει να δώσουν μυθική χρηματική αξία σε απλά πράγματα τα οποία μόνο συμβολική ή συναισθηματική αξία έχουν. Στις δημοπρασίες βλέπουμε καθημερινά να ξοδεύονται περιουσίες για την απόκτηση ανούσιων κειμηλίων διαχρονικών αλλά και εφήμερων προσωπικοτήτων. Οι αετοί των μεγάλων οίκων δημοπρασία κάνουν συστηματικά εμπόριο φαντασίωσης, συναισθημάτων και μύθων.

Θα επιχειρήσω να γίνω ακόμη πιο ανατρεπτικός. Ο πρωτότυπος πίνακας ενός μεγάλου ζωγράφου δεν έχει καμία παραπάνω αξία για εμένα ένα από τα εκατομμύρια τέλεια αντίγραφα του, που ένας άσημος αλλά χαρισματικός κινέζος έχει φτιάξει για ένα μεροκάματο. Το σύγχρονο χρηματιστήριο της τέχνης αποτελεί μάλλον προσβολή στην μνήμη των καλλιτεχνών, άσημων ή διάσημων, που πέθαναν κυριολεκτικά στην ψάθα. Συχνά παρατηρούμε το μακάβριο γεγονός τα έργα ενός καλλιτέχνη να παίρνουν απότομα αξία μετά τον θάνατο του, όταν αυτός δεν θα μπορεί να κερδίσει τίποτα. Γύρω από τους καλλιτέχνες χτίζονται από τους συλλέκτες, τους γκαλερίστες και τους μεσάζοντες μύθοι για μα υποστηριχθεί η αξία των έργων τους ακόμη και αν αυτά είναι αμφίβολης αξίας.

Κάποτε οι άνθρωποι επεδίωκαν να γεμίζουν τα σπίτια τους με έργα τέχνης που τους αντιπροσώπευαν, που τους άγγιζαν. Σήμερα οι περισσότεροι επιδιώκουν απλώς να αποκτήσουν έργα τέχνης αναγνωρίσιμα, γνωστών δημιουργών για να εντυπωσιάσουν τον κοινωνικό τους περίγυρο και να ικανοποιήσουν την ματαιοδοξία τους. Δυστυχώς δίνουμε μεγάλη έμφαση και αξία σε μικρά πράγματα μόνο και μόνο επειδή μας τα επιβάλει η κρατούσα μόδα και υποτιμάμε πράγματα που θα μας έκαναν πραγματικά ευτυχισμένους

Σήμερα αξία έχει αποκτήσει ακόμη και η υπογραφή κάποιου τυχάρπαστου ποδοσφαιριστή σε μια ιδρωμένη φανέλα. Αλήθεια πόσο αλαζονικό είναι αντί να κάνουν γενεές δωρεές σε χρήμα οι πλούσιοι να χαρίζουν άχρηστα προσωπικά τους είδη για να δημοπρατηθούν υπέρ κάποιας φιλανθρωπικής οργάνωσης από την οποία κερδίζουν δωρεάν διαφήμιση και υστεροφημία. Φανταστείτε πόσο φουσκώνει ο θρύλος ενός ποδοσφαιριστή όταν η φανέλα που φόρεσε σε κάποιον αγώνα για 90 λεπτά πουλιέται όσο μια Μερσεντές.

Ποτέ δεν κατάλαβα αυτούς που ξόδευαν μια μικρή περιουσία για να υποστηρίξουν κάποια αθλητική ομάδα ή για να ακούσουν ζωντανά ένα συγκρότημα. Αλήθεια τι τους έδωσε η ομάδα ή το συγκρότημα για να δικαιολογεί μια τέτοια αφοσίωση? Είναι δυνατόν λίγες στιγμές διασκέδασης να είναι τόσο ακριβές? Γιατί θα πρέπει να πλουτίσει και το τελευταίο δισέγγονο των αναπληρωματικών της Ρεάλ ή της Τσέλσυ για να δούμε λίγη μπάλα? Είναι δυνατό ένας τραγουδιστής με ένα τραγούδι να βγάζει περισσότερα από κάποιον που ανακάλυψε ένα σημαντικό φάρμακο. Τι το σπουδαίο προσφέρουν οι ατζέντηδες αθλητών και τραγουδιστών για το οποίο πρέπει να αμείβονται με εκατομμύρια ευρώ???

Κάποτε ξέραμε μια ντουζίνα παίχτες που παραδεχόμαστε. Σήμερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας βομβαρδίζουν με εκατοντάδες ονόματα από τα «μεγάλα πρωταθλήματα» που θα πρέπει να θυμόμαστε, να προσκυνάμε και να χρυσοπληρώνουμε. Αλήθεια πόσο μεγάλη είναι η διαφορά του κακοπληρωμένου και ανασφάλιστου νεαρού ποδοσφαιριστή, Έλληνα και ξένου, της ελληνικής Β εθνικής από τους μεσόκοπους Βραζιλιάνους που χρυσοπληρώνουν οι ομάδες της Α Εθνικής.

Αντί να βγούμε στις αλάνες να κλωτσήσουμε μια μπάλα, να αθληθούμε και να το ευχαριστηθούμε σπάμε καθίσματα σε άδεια γήπεδα και ξημεροβραδιαζόματε μπροστά από την τηλεόραση να συζητάμε για την μπάλα που θα θέλαμε να δούμε.

Μια νέα οικονομική ολιγαρχία αποτελούμενοι από διάσημους καλλιτέχνες και αθλητές απομυζά τον ιδρώτα των φαντασιόπληκτων οπαδών τους. Συμμέτοχοι σε αυτό τον παραλογισμό οι παράγοντες των μέσων μαζικής ενημέρωσης, οι ατζέντηδες και η βιομηχανία του θεάματος.


Γίναμε, φοβάμαι, οπαδοί της υπερβολής και του ψέματος. Προσκυνήσαμε σα θεά την τελευταία ατάλαντη τραγουδίστρια (και από φωνή κορμάρα) γιατί την είδαμε στην τηλεόραση. Κάναμε ήρωες κάποιους «βιρτουόζους της μπάλας» γιατί μας τους επέβαλαν κάποιοι αγράμματοι αθλητικογράφοι. Ταυτιστήκαμε με γυαλιστερούς ηθοποιούς, που τα βάζουν με χίλιους στην μεγάλη οθόνη, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν πάει ούτε φαντάροι. Εναποθέσαμε με την ψήφο μας την τύχη της χώρας μας σε «λαμπερά πρόσωπα»,ότι λάμπει όμως δεν είναι χρυσός. Έχουμε κάνει τα ασήμαντα σπουδαία και τα σπουδαία ασήμαντα και συνεπώς δίκαια οι επιτήδειοι δίκαια θησαυρίζουν από τη βλακεία μας. Αυτό που με τρομάζει δεν είναι το οικονομικό κόστος αλλά το γεγονός ότι βαθειά μέσα γινόμαστε περισσότερο δυστυχείς, ματαιόδοξοι και ανασφαλείς. Μαζί με τη λογική μας χάνουμε και το συναίσθημα και συνεπώς την ανθρωπιά μας.