Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Δανειστές και Οφειλέτες Σχέσεις Εμπιστοσύνης και Συναλλακτικά Ήθη

Ποια ήταν άραγε η κατάληξη του πρώτου δανείου που δώθηκε στον πλανήτη Γη? Πληρώθηκε ή μήπως οι μακρινοί απόγονοι του πρώτου οφειλέτη βρίσκονται ακόμη σε διαπραγματεύσεις με αυτούς του πρώτου δανειστή για διευθετήση των τόκων. Αν αυτό το πρώτο δάνειο και τα στοιχεία που αποδεικνύουν την σύναψη του ξεχάστηκαν με το πέρασμα του χρόνου το ίδιο δεν αναμένεται να συμβεί στο άμεσο τουλάχιστον μέλλον για τα δάνεια που συνάπτουν οι καταχρεωμένες κυβερνήσεις ευρωπαϊκών, και όχι μόνο, κρατών. Τα πρώτα δάνεια στην ιστορία του ανθρώπινου γένους συνάφθηκαν σίγουρα πριν την εφεύρεση της γραφής και συνεπώς οι όροι αποπληρωμής είχαν συμφωνηθεί προφορικώς, ίσως με άναρθρες κραυγές, δεν είμαι σίγουρος αν ο προφορικός λόγος υπήρχε τότε.

Σήμερα η σύναψη κάθε δανείου συνοδεύεται συχνά από πλειάδα υπογραφών που δεμεύουν “χειροπόδαρα” τον οφειλέτη και παρέχουν τις αναγκαίες εγγυήσεις στο δανειστή. Οι όροι του κάθε δανείου, συχνά σαφώς πολυσύνθετοι, καταγράφονται λεπτομερώς έτσι ώστε να αποφεύγονται παρερμηνείες και αμφισβητήσεις. Η συνολική πορεία κάθε δανείου από την σύναψη του, την παροχή εγγυήσεων, τις ριθμήσεις αποπληρωμής του μέχρι την τελική εξώφληση του καταγράφεται γραπτώς και ηλεκτρονικώς. Η μελέτη αυτής της πορείας συχνά αποκαλύπτει το μέγεθος των εμποδίων που καλέιται να υπερβεί ο οφειλέτης για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, το σύνολο των οποίων συχνά δεν έχει αναλογιστεί κατά τη σύναψη του δανέιου.

Πόσοι άραγε οφειλέτες προτού συνάψουν ένα δάνειο γνώριζαν την ύπαρξη τόκων υπερημερείας για τις καθυστερούμενες δόσεις ή είχαν αναλογιστεί τον κίνδυνο του πληστηριασμού. Η ασυνέπεια στις πληρωμές, η οριστική αδυναμία αποπληρωμής ενός δανείου είναι σκέψεις που αρνείται συχνά να κάνει αυτός που δανείζεται και έτσι ελάχιστες φορές έχει σχέδιο για να τις αντιμετωπίσει όταν συμβούν. Αντίθετα ο δανειστής, εκτός και αν είναι ανεύθυνος, αφελής, διαπλεκόμενος με τον οφειλέτη ή φιλάνθρωπος, μελετά και σχεδιάζει επισταμένως πάντα τους όρους του δανεισμού έτσι ώστε να εξασφαλίσει τον εαυτό του απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο.

Αυτό που ωθεί τον οφειλέτη στον δανεισμό είναι η ανάγκη. Αυτή η ανάγκη και η κάλυψη της αποτελούν τις κυριάρχες σκέψεις του. Η περηφάνια του, η λογική σκέψη του και η προνοητικότητα του συχνά θυσιάζονται στο βωμό της εξυπηρέτησης της ανάγκης για δανεισμό. Κανένα μαθηματικό ή επιχειρηματικό μοντέλο που προβλέπει την αρνητική κατάληξη αυτού του δανεισμού δεν μπορούν να τον πείσουν για το μάταιο και τα επακόλουθα δεινά του δανεισμού. Τα δάνεια συχνά καταδεινύουν τη δίψα του ανθρώπου για πρόσκαιρα οφέλη και την έλλειψη μακροχρόνιας στρατηγικής και διορατικότητας. Καταδεικνύουν επίσης συχνά την άρνηση του να αποδεχθεί την αποτυχία του και το πείσμα του να συνεχίζει αυτοκαταστροφικές πρακτικές.

Τα δάνεια απότελούν σχέσεις εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη όμως που δείχνει ο δανειστής προς τον οφειλέτη βασίζεται συχνά στην ισχύ του απένατι του. Αυτή η διαφορά ισχύος αποτελεί το δυνατότερο παράγοντα εξασφάλισης έναντι της περίπτωσης άρνησης του οφειλέτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Είναι πολύ πιθανό πως κάποια από τα πρώτα δάνεια στην ιστορία του ανθρώπου αποπληρώθηκαν κυριολεκτικά με το αίμα των άτυχων οφειλετών. Στα αρχαία και όχι μόνο χρόνια δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο οι οφειλέτες και οι οικογένειες τους να χάνουν την ελευθερία τους και να γίνονται σκλάβοι λόγω της αδυναμίας πληρωμής των χρεών τους. Το φαινόμενο αυτό ήταν κοινωνικά αποδεκτό, στα μάτια των ανθρώπων η σκλαβιά δεν ήταν ηθικά επιλήψιμη αν ήταν προϊόν αδυναμίας αποπληρωμής κάποιου δανείου. Σε επίπεδο κρατών κάποιοι από τους πιο πολύνεκρους και πιο απεχθείς κατακτητικούς πολέμους ήταν αποτέλεμα αδυναμίας των οφειλετών να ανταπεξέλθουν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις προς τους δανειστές και μελλοντικούς κατακτητές τους.

Εύλογα τίθεται το ερώτημα: Πόσο υπεύθυνοι είναι οι πολίτες ενός κράτους για τα δάνεία που συνάπτουν οι κυβερνήσεις που τους εκπροσωπούν και για τις εγγυήσεις που αναλαμβάνουν? Για τους δανειστές η απάντηση είναι απλή, οι πολίτες ενός κράτους που δανείζεται με υπογραφή της κυβέρνησης του έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις με τους μέτοχους μια επιχείρησης τους οποίους στο δανεισμό της επιχείρησης εκπροσωπεί με την υπογραφή του το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης. Συνεπώς οι πολίτες ενός κράτους οφείλουν να είναι ιδιατέρως προσεκτικοί για το ποιους ψηφίζουν να τους εκπροσωπήσουν διότι οι κυβερνόντες δε διαχειρίζονται απλώς τα δημόσια αγαθά ενός κράτους αλλά συχνά συνάπτουν και δάνεια στο όνομα του με ενέχειρο τα αγαθά αυτά.

Μια απλή υπογραφή ενός ατόμου στην εξουσία σε ένα κείμενο εμπράγματων εγγυήσεων μπορεί να δεσμεύσει ένα ολόκρηρο κράτος και να καθορίσει την μοίρα του ύστερα από μια πτώχευση. Η βιωσιμότητα ενός κράτους και το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών του ύστερα από την πτώχευση του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους όρους δανεισμού του. Ο οφειλέτης που έχει δανειστεί με ομόλογα, που δεν υπάγονται στο Βρετανικό δίκαιο, είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα από αυτόν που έχει δανειστεί τα ίδια ποσά από τους ίδιους δανειστές με ενυπόθηκα δάνεια και παροχή εμπράγματων εγγυήσεων. Είναι λοιπόν τουλάχιστον υποκριτικό να βαπτίζεται βοήθεια η παροχή ενυπόθηκων δανείων, που δεν μπορούν στο μέλλον να “κουρευτούν”, για την αποπληρωμή ομολόγων.

Οι όροι δανεισμού εξαρτόνται από τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούν την εποχή που συνάπτεται το δάνειο. Επιτόκια που σήμερα μας φαίνονται εξωφρενικά, τοκογλυφικά και απάνθρωπα σε άλλες εποχές με ανάλογο πληθωρισμό θεωρούνταν λογικά και σε ακραίες περιπτώσεις συμφέρουσα πρόταση. Τα συναλλακτικά ήθη σε μια κοινωνία εξαρτόνται από τον ανθρωπισμό, την οικονομική κουλτούρα και εξωστρέφια της, πάνω από όλα όμως εξαρτόνται από την εμπιστοσύνη στην πρόοδο και ανάπτυξη της. Σε καλές εποχές οι δανειστές έχουν αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ τους και προσφέρουν ελκυστικότερους όρους δανεισμού προκειμένου να προσελκύσουν άτομα, εταιρίες, οργανισμούς και κράτη, να τους δανείσουν και να αποκομίσουν σημαντικά κέρδη από την ανάπτυξη τους. Σε εποχές ύφεσης παρατηρείται έλλειψη εμπιστοσύνης που προκαλεί σκλήρυνση των συναλλακτικών ηθών. Οι πιθανότητες εξασφάλισης δανεισμού μειώνονται δραστικά και οι όροι γίνονται δρακόντιοι. Οι οφειλέτες είναι σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και προσφέρουν όσο μεγαλύτερες εγγυήσεις μπορούν προκειμένου να προσελκύσουν κεφάλαια από τους δανειστές που επιζητούν όσο μεγαλύτερες εξασφαλίσεις γίνεται.

Οι όροι ενός δανεισμού και ειδικότερα το επιτόκιο εξαρτόνται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα του οφειλέτη να αποπληρώσει το δάνειο και την εμπιστοσύνη που δείχνει σε αυτόν ο δανειστής. Στο δίλημμα δάνειο με υψηλό επιτόκιο ή χαμηλότοκο δάνειο με παροχή σημαντικών εμπράγματων εγγυήσεων και παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων η απάντηση για ένα κράτος δεν είναι εύκολή. Πολλές φορές ακόμη και η επίσπευση της πτώχευσης μπορεί να είναι καλύτερη λύση από την παροχή πρόσθετων εγγυήσεων στους εξωτερικούς δανειστές. Σε περίπτωση που πτωχεύσει ένα κράτος αφού πρώτα έχει πάρει ενυπόθηκα δάνεια και έχει δώσει εμπράγματες εγγυήσεις είναι ορατός ο κίνδυνος της δήμευσης μέγαλου μέρους της δημόσια περιουσίας του, των φυσικών του πόρων και των άμεσων πηγών εσόδων του.

Αν ο δανειστής δεν εξασφαλίσει τον εαυτό του σε περίπτωση πτώχευσης κινδυνεύει να βρεθεί σε χειρότερη θέση από τον οφειλέτη. Το τελευταίο ισχύει ειδικά όταν τα κεφάλαια με τα οποία δανείζει ο δανειστής τα έχει δανειστεί ο ίδιος από κάπου αλλού. Για παράδειγμά οι τράπεζες δανείζουν τα κράτη με τα λεφτά των καταθετών και τα λεφτά που έχουν επενδύσει σε αυτές οι μέτοχοι τους. Τα ασφαλιστικά ταμεία δανείζουν με τα λεφτά που έχουν αντλήσει από τις ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών και των ασφαλισμένων εργαζομένων τους.

Όταν ένα κράτος κουρεύει το χρέος του προς μια τράπεζα θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της τράπεζας, τα κεφάλαια των καταθετών και την επένδυση των μετόχων στην τράπεζα, στους τελευταίους συμπεριλαμβάνεται συχνά και ένα πλήθος μικρομετόχων που συνήθως έχει επενδύσει στις τράπεζες μέσω κρατικά επποπετυόμενων χρηματιστηρίων. Αν το κούρεμα είναι εθελοντικό τότε, επίσημα τουλάχιστον, είναι πιθανό πως δε θα θεωρηθεί πιστωτικό γεγονός και συνεπώς δε θα πληρωθούν τα ασφάλιστρα κινδύνου. Δηλάδή αν μια τράπεζα είχε ασφαλίσει τα δάνεια που έδωσε σε ένα κράτος για να εξασφαλίσει την επένδυση της, σε περίπτωση “εθελοντικού κουρέματος” δεν θα πληρωθεί την ασφαλιστική αποζημιώση, που προβλεπόταν σε περίπτωση που το κράτος δεν ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του.

Το “κούρεμα” του δημόσιου χρέους έχει συχνά δυσάρεστο αντίκτυπο και στην κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση. Όταν ένα κράτος κουρεύει το χρέος προς τα ασφαλιστικά ταμεία μειώνει την δυνατότητα των τελευταίων να παρέχουν ανταποδωτικές και αξιοπρεπείς συντάξεις και ιατροφραμακευτική περίθαλψη στους ασφαλισμένους τους.

Η έκθεση των εγχώριων τραπεζών στο κρατικό χρέος, ειδικά αυτών που ελένχονται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος, είναι συχνά σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή των ξένων και συνεπώς επιρρεάζονται δυσμενώς πολύ περισσότερο από το κούρεμα του χρέους. Το κράτος προκειμένου να εξασφαλίσει τις καταθέσεις των πολιτών του μπορεί να διαλέξει να ενισχύσει με κεφάλαια τις εγχώριες τράπεζες που έχουν υποστεί σοβαρότατο πλήγμα από το κούρεμα του κρατικού χρέους. Αν η παροχή ρευστότητας γίνει με αντάλαγμα την παροχή κοινών μετοχών η τράπεζα στην ουσία κρατικοποιείται και συνεπώς οι μέτοχοι της πιθανότατα χάνουν οριστικά σημαντικότατο μέρος της επένδυσης τους. Το ποσοστό της τράπεζας που θα αποκτήσει το κράτος μπορεί και να αγγίξει το 100% ειδικά αν η μετοχή έχει πλέον ελάχιστη αξία και το ύψος της ενίσχυσης που απαιτείται είναι μεγάλο.

Ο οφειλέτης εκμεταλευόμενος την αδυναμία του δανειστή, που οφείλεται ουσιαστικά στην ασυνέπια του πρώτου, ιδιοποιείται την περιουσία του δανειστή. Αν αυτό το θεωρείτε ηθικά επιλήψιμο τότε αναλογιστείτε πως κάποιες από τις τράπεζες που συμμετέχουν στο κούρεμα έχουν μπορεί να έχουν διοικήσεις διορισμένες σε μεγάλο βαθμό από το κράτος το οποίο δάνεισαν και το αποφασίζει για το κούρεμα. Ο μικροκαταθέτης συχνά είναι το θύμα της υπόθεσης που ξεχνιέται. Εύκολα και ανέξοδα συνήθως ταυτίζεται με τις διοικήσεις των τραπεζών και τις κακές πρακτικές τους. Αναλογιστείτε πως μπορεί να αισθάνεται όταν βλέπει την επένδυση του στην τράπεζα που δάνεισε το κράτος, που κούρεψε το χρέος, να εξανεμίζεται. Φανταστείτε το μέγεθος της οργής του όταν ακούει πως η κρατικοποιήση γίνεται για να εξυγιανθούν οι τράπεζες, η υγειής λειτουργία των οποιών τορπιλίζεται από το δανεισμό ενός χρεοκοπημένου κράτους και το κούρεμα του χρεόυς του.

Οι επενδύσεις των μικροκαταθετών στις τράπεζες κάποιες φορές είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της συμμετοχής τους σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών σε δύσκολους καιρούς, που αποφασίζονται από τις διοικήσεις τους προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των τραπεζών. Είναι πιθανό πως κάποιες από τις τράπεζες, που θα συμμετάσχουν στο εθελοντικό κούρεμα του χρέους του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, θα δεχτούν στην συνέχεια την σχεδόν πλήρη κρατικοποιήση τους αφού φυσικά ελένχονται διοικητικά από το κράτος του οποίου το χρέος κουρεύουν. Είναι αναμενόμενο λοιπόν πως τέτοιες πρακτικές κουρέματος κρατικού χρέους θα θήξουν ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη των επενδυτών προς το κράτος που θα τις ακολουθήσει.

Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως οι δανειστές ενός οφειλέτη όταν αυτός βρεθεί σε αδυναμία έχουν συχνά διαφορετική αντιμετώπιση ανάλογα με την ισχύ τους. Όταν ο οφειλέτης είναι ένα ολόκρηρο κράτος οι επιπτώσεις στο τραπεζικό και ασφαλιστικό του σύστημα είναι συνήθως αναπόφευκτα σημαντικές. Οι δανειστές που είναι πιο ισχυροί πιθανότατα θα αποφύγουν σε μεγάλο βαθμό το κούρεμα, που θα γίνει προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Το κούρεμα αυτό πιθανότατα θα επιβαρύνει περισσότερο τους ασθενέστερους δανειστές ανάμεσα στους οποίους είναι συνήθως οι εγχώριες τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Τα κρατικά ασφαλιστικά ταμεία αποτελούν ένα καλό παράδειγμα που δείχνει πως η έλλειψη ισχύος του δανειστή σε σχέση με τον οφειλέτη γέρνει σοβαρά την πλάστιγγα υπέρ του δεύτερου. Τα κρατικά ασφαλιστικά ταμεία συχνά δανείζουν ύστερα από απόφαση των διοικήσεων τους ή πολλές φορές δια νόμου με ιδιαίτερα προνομιακούς όρους το κράτος στο οποίο υπάγονται. Οι διοικήσεις των κρατικών ασφαλιστικών ταμείων που αποφασίζουν την συμμετοχή των ταμείων στο κούρεμα του χρέους του κράτους στο οποίο υπάγονται εκλέγονται και ελένχονται σε μεγάλο βαθμό από την κύβερνηση του κράτους που επιζητά το κούρεμα. Η επιρροή των ασφαλισμένων είναι συχνά πολύ περιορισμένη. Ευελπιστούν πως τα δικαιώματα τους δεν θα θηγούν και πως το κράτος θα παράσχει την αναγκαία οικονομική ενίσχυση ώστε να καλυφθούν οι ζημιές από το κούρεμα. Όμως οι δυνατότητες ενός κράτους, που είναι κοντά στην πτώχευση, να δώσει μια τέτοια βοήθεια είναι ιδιατέρως περιορισμένες ειδικά όταν έχουν αναληφθεί εμπράγματες υποχρεώσεις έναντι των ξένων δανειστών.

Τα ηθικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά την κατανομή των βαρών που προκύπτουν από τον υπέρμετρο δανεισμό ή ενός κράτους ή τη χρεοκοπία του είναι ιδιατέρως σοβαρά. Βασικότερο ερώτημα παραμένει το ποιος και πως θα πληρώσει τα σπασμένα. Η ίδια η απάντηση στο δυσεπίλυτο αυτό ερώτημα είναι συχνά εξίσου σκληρή με την αναζήτηση της.

Όλες οι παραπάνω σκέψεις, οι προβληματισμοί, τα ερωτήματα και οι παρατηρήσεις πηγάζουν από την έντονη ανησυχία μου, όχι μόνο για το μέλλον της χώρας μου, αλλά για το μέλλον του ανθρώπου γενικότερα. Αυτή η ανησυχία αυξάνει όσο συναισθάνομαι πως η πρόοδος και η ευτυχία του βασίζονται σε σημαντικό βαθμό στην εξομάλυνση των συναλλακτικών ηθών και στην επίτευξη μιας ουσιαστικής οικονομικής σταθερότητας που για πολλούς είναι πια ένα μακρινό όνειρο. Ο μεγαλύτερος μου φόβος παραμένει η απώλεια της ελπίδας. Αν την οικονομική πτώχευση ακολουθήσει η ψυχική τότε δεν έχει χαθεί η μάχη αλλά ο πόλεμος.

Κουράγιο...