Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Μια Βόλτα στο Κέντρο

Σήμερα πέρασα τη μισή μου μέρα στο κέντρο της Αθήνας. Έδινα για ένα πιστοποιητικό γνώσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, ναι μετά από τόσα πτυχία ήμουν αναγκασμένος να αποδείξω για μία ακόμη φορά πως γνωρίζω βασικές λειτουργίες του υπολογιστή. Λίγο πριν, στα διαλείμματα και μετά την εξέταση, χαλαρός αλλά νυσταγμένος από το χθεσινό ξενύχτι περπατούσα στους γραφικούς δρόμους γύρω από τη θρυλική Ομόνοια. Το τελευταίο καιρό έχω γίνει λίγο αγοραφοβικός, αν δεν έχω δουλειά δεν βγαίνω συχνά έξω, άντε για ένα φρέντο στη Γλυφάδα με κανένα παλιό φίλο. Οι βόλτες μου στο κέντρο ειλικρινά με αναζωογόνησαν και μου θύμισαν άλλες, πιο αθώες εποχές.

Από μικρός όταν με έπαιρνε μαζί στις δουλειές του ο πολυπράγμων πατέρας μου έβλεπα με δέος, σχεδόν φόβο, αυτή την τόσο ζωντανή περιοχή. Ο κόσμος που έβλεπες εκεί ήταν μπαρουτοκαπνισμένος, είχε χωρίς υπερβολή μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο της ζωής και υπέμενε με στωικότητα το νέφος, την αυξημένη εγκληματικότητα και την έλλειψη υποδομών και πρασίνου. Ήταν ένας κόσμος πολύ διαφορετικός από τον μεσοαστικό μου κύκλο στα προνομιούχα νότια προάστια. Πιο άγριος, πιο ψημένος και πιο αληθινός.

Θυμάμαι το γραφείο του πατέρα μου στα Εξάρχεια, ο μινιμαλιστικός διάκοσμος, οι φθορές και οι ατέλειες στα φινιρίσματα το έκαναν να ταιριάζει απόλυτα με το περιβάλλον. Η άνεση και η πολυτέλεια, ήταν έννοιες που είχαν εξοστρακιστεί από την περιοχή. Κάθε φορά έπρεπε να δώσουμε μάχη για μια θέση στάθμευσης για τη σακαράκα μας, την οποία γεμίζαμε με διάφορες σαβούρες αλλά και χρήσιμα πράγματα που αγοράζαμε από καταστήματα της περιοχής. Περπατούσα πάντα προσεκτικά, φοβισμένα. Τα βρώμικα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα παγίδες. Το βράδυ πάλι απεφεύγα όσο μπορούσα τα σκοτεινά σοκάκια.

Τα τελευταία χρόνια ή περιοχή από την Ομόνοια μέχρι τα Εξάρχεια έχει γίνει πιο πολυπολιτισμική, πολλά κτήρια έχουν ανακαινιστεί, η τουριστική ζώνη έχει γεμίσει με γκλαμουράτα σουβλατζίδικα και ακριβά ξενοδοχεία. Σιγά, σιγά γίνεται trendy. Δεν έχει χαθεί όμως ο λαϊκός χαρακτήρας, οι πλανόδιοι μικροπωλητές δίνουν ακόμη τη μάχη για το μεροκάματο. Οι περισσότεροι χωρίς άδεια, λαθρομετανάστες χωρίς χαρτιά, μόλις δουν μια περιπολία της δημοτικής αστυνομίας μαζεύουν μέσα σε δύο δευτερόλεπτα την πραμάτεια τους και αρχίζουν να τρέχουν στα σοκάκια. Το είδα και δεν το πίστευα, δέκα λεπτά μετά ξανά στο ίδιο σημείο παρά την παρουσία της κανονικής αστυνομίας. Οι τελευταίοι με αλεξίσφαιρα γιλέκα και περίστροφα έχουν πιο σοβαρές δουλείες από το να κυνηγήσουν μερικούς ταλαίπωρους.

Ο ήχος από τα δισκοπωλεία, οι παλιομοδίτικές βιτρίνες των παρακμασμένων μικρών μαγαζιών, ο βαρύς διάκοσμος των μικρών μπαρ, τα ξενοίκιαστα μαγαζιά και οι κακοσυντηρημένες πολυκατοικίες συνθέτουν μια περίεργη ατμόσφαιρα «όμορφης παρακμής». Ανάμεσα στα παλιά, μίζερα, γκρίζα κτήρια και τα γραφικά νεοκλασικά ξεφυτρώνουν σιγά, σιγά μοντέρνα κτίρια γραφείων, που υπενθυμίζουν τη δύναμη παρέμβασης του μεγάλου κεφαλαίου σε μια περιοχή με έντονο λαϊκό και «επαναστατικό» προφίλ. Οι αντιθέσεις χρόνο με το χρόνο γίνονται πιο έντονες.

Μέσα σε όλα παρατηρώ και τους ποδηλάτες, που συμμετέχουν στο ποδηλατικό γύρο της Αθήνας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας. κάποιοι μοιάζουν επαγγελματίες αθλητές, άλλοι έχουν απλώς οικολογικά κίνητρά, τα παιδιά πειράζουν το ένα το άλλο. ‘Όλα αυτά μου μοιάζουν γραφικά και εφετζίδικα σε μια πόλη με ελάχιστο πράσινο, ανυπαρξία ποδηλατοδρόμων και περιορισμένο γενικά σεβασμό για τους ποδηλάτες. Μπορεί να είμαι σκληρός και άδικος άλλα όλοι οι συμμετέχοντες μοιάζουν ξένοι στο τοπίο.

Μου είναι δύσκολο να αποφασίσω αν συμφωνώ συνολικά με την πρόοδο ή όχι. Όσο περνούν τα χρόνια αισθάνομαι όλο και πιο «τουρίστας». Χάνω σιγά, σιγά την επαφή μου με το ιστορικό κέντρο. Μεταμορφώνομαι σε έναν τυπικό αστό με τη μόνη διαφορά ότι δεν έχω κάποια περιοχή σαν σημείο αναφοράς, καταγωγής. Έχω αλλάξει τόσες πολλές φορές τοποθεσία διαμονής που δεν έχω προλάβει να δεθώ με κάποια περιοχή. Μονάχα κοιτώ με νοσταλγία τις περιοχές που μεγάλωσα, ο χρόνος όμως δεν γυρίζει πίσω…