Η αποτυχημένη κυβερνητική πολιτική αλλά κυρίως οι διεθνείς εξελίξεις έχουν εδραιώσει πια ένα κλίμα πολιτικής και οικονομικής αστάθειας στη χώρα μας. Στο πρόσφατο παρελθόν αισθανόμασταν, μάλλον εσφαλμένα, πως οι ραγδαίες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, ακόμη και στη γειτονιά μας, τα πολύπαθα βαλκάνια, δεν μας άγγιζαν. Είχαμε την ψευδαίσθηση πως ήμασταν η «Ελβετία» των βαλκάνιων και πως τίποτα δε θα εμπόδιζε την ανάπτυξη της χώρας μας. Δεν αντιληφθήκαμε ίσως ακόμη πως σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο η σημασία μας, οικονομικά, δημογραφικά ακόμη και πολιτιστικά περιορίζεται με ταχείς ρυθμούς.
Ξαφνικά τώρα με τις πρόσφατες αλλαγές συνόρων και τις αλυτρωτικές διαθέσεις των γειτόνων μας αισθανθήκαμε περισσότερο μόνοι από ποτέ, χωρίς συμμάχους. Η έλλειψη κατανόησης για τα δίκαια αιτήματα μας από το δυτικό κόσμο (κοινή γνώμη και κυβερνήσεις), που εξιδανικεύαμε κάποτε, μας πληγώνει και μας γεμίζει απαισιοδοξία για το μέλλον. Τώρα για πρώτη φορά στην περίοδο της μεταπολίτευσης νιώθουμε έντονα τις επιπτώσεις της παγκόσμιας αστάθειας. Ο φόβος που νιώθουμε απέναντι σε εξωτερικές απειλές είναι πολλαπλάσιος αυτού που νιώθαμε την περίοδο του ψυχρού πολέμου, παρόλο που τότε συνορεύαμε κυρίως με χώρες που ανίκανε στο ανατολικό μπλοκ.
Σήμερα όλοι οι γείτονες μας, θεωρητικά τουλάχιστον, θέλουν να ενταχθούν στις συμμαχίες, που πιστά υπηρετούσαμε τόσα χρόνια, αυτό όμως αντί να φέρνει τη σταθερότητα δημιουργεί προστριβές. Υπάρχει έντονη ανησυχία, σχεδόν πεποίθηση, πως η ένταξη τους θα γίνει με την ταυτόχρονη εις βάρος μας επίλυσης των διαφορών τους με μας. Οι διαμεσολαβητές που άκριτα έχουμε αποδεχθεί στις διπλωματικές μας διαπραγματεύσεις δεν μας εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη, τους αισθανόμαστε περισσότερο σαν συνηγόρους των αντιδίκων μας σαν μοχλούς πίεσης στους οποίους είμαστε ανήμποροι να αντισταθούμε.
Νιώθουμε περισσότερο από ποτέ πως οι συμμαχίες στις οποίες ανήκουμε (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν αποτελούν διπλωματικά όπλα αλλά πως μας δεσμεύουν και υποβαθμίζουν οποιαδήποτε εθνική στρατηγική. Οι στρατηγική αξία και θέση μας στους οργανισμούς αυτούς υποχωρεί διαρκώς. Για κάποιους από τους εταίρους μας μοιάζουμε ιδιαίτερα ενοχλητικοί, ειδικά όταν απειλούμε με βέτο ή όταν εκλιπαρούμε για κάποιο φιλικό προς τα αιτήματα μας ψήφισμα. Ο ευρωσκεπτικισμός έχει φουντώσει, οι ελπίδες για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έχουν πλέον εξανεμιστεί, τα όνειρα μας για μια ισότιμή θέση στην Ευρώπη εξελίσσονται σε εφιάλτη. Οι διεθνείς οργανισμοί από πυλώνες υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πλέον για μας όργανα άσκησης πολιτικής και οικονομικής πίεσης των ισχυρών απέναντι σε μας τους «ανυπεράσπιστους αδύνατους». Από το ένα άκρο δηλαδή περάσαμε στο άλλο. Οι αντιδράσεις μας είναι συναισθηματικές και όχι ορθολογικές.
Πως συνέβη όμως και έχουμε αποκτήσει τόσους εχθρούς, ειδικά ανάμεσα στους υποτιθέμενους συμμάχους μας? Η αντιπαράθεση μας με την υπερδύναμη Τουρκία μας έχει σίγουρα αδυνατίσει διπλωματικά και οικονομικά, αλλά από μόνη της δεν εξηγεί τις εκκρεμότητες που έχουμε με μια σειρά από χώρες ούτε τις αλλεπάλληλες ταπεινωτικές διπλωματικές ήττες που έχουμε υποστεί. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν έχουμε επιλύσει καμία σημαντική εκκρεμότητα ενώ ξεπηδούν συνεχώς καινούριες. Το πιο δυσάρεστο και ανησυχητικό είναι ίσως πως έχουμε μοιρολατρικά συμβιβαστεί με αυτήν την πραγματικότητα και αισθανόμαστε πολύ μικροί και πολύ αδύναμοι για να την ανατρέψουμε.
Η απομόνωση στην οποία έχουμε καταφύγει για να περιφρουρήσουμε τα κεκτημένα προηγούμενων ένδοξων γενιών μας οδηγεί συχνά στην ξενοφοβία ή οποία αποτελεί βούτυρο στο ψωμί των εθνικιστών. Εκφραστές αρτηριοσκληρωτικών, σκοταδιστικών και διχαστικών ιδεολογιών βρίσκουν πλέον ακροατήριο και οπαδούς ακόμη και σε κοινωνικές ομάδες που στο παρελθόν ήταν ιδιαίτερα προοδευτικές. Στις άκαρπες συζητήσεις που γίνονται για την εξωτερική πολιτική είναι δύσκολο κατά τη γνώμη μου πια να ξεχωρίσεις τους ακροδεξιούς από τους φιλελεύθερους και τους αριστερούς. Όλοι φωνάζουν άσκοπα και αλληλοκατηγορούνται επιδιώκοντας ίσως πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη. Δεν υπάρχει καμία στρατηγική, καμία συνεργασία, καμία ομοψυχία. Ο ουμανισμός και το όραμα έδωσαν τη θέση τους στο σκεπτικισμό, την μισαλλοδοξία και την συγκρουσιακή πολιτική.
Η οικονομική μας διολίσθηση και η ξενοφοβία κάνουν την ομαλή ένταξη των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό ολοένα και πιο δύσκολη. Είναι ορατός ο κίνδυνος να καταρρεύσει η πολυπολιτισμική κοινωνία που προσπαθούμε να οικοδομήσουμε. Αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο αν αναλογιστούμε πως δημογραφικά και παραγωγικά έχουμε βασιστεί στους μετανάστες. Η οικονομική αστάθεια πλήττει την κοινωνική συνοχή και προκαλεί κοινωνική αστάθεια, που σύντομα θα οδηγήσει σε δυσάρεστες συγκρούσεις.
Στην αρχή του περασμένου αιώνα, σε εποχές πολύ πιο ταραγμένες και πολύ πιο δύσκολες, κάναμε όνειρα, σήμερα? Ακόμη και μετά την μικρασιατική καταστροφή βρήκαμε τις δυνάμεις να επιβιώσουμε. Η αστάθεια στο παρελθόν μας εμπόδιζε αλλά δεν μας σταματούσε. Βγάλαμε τα μάτια μας με τον εμφύλιο και τη δικτατορία αλλά βρήκαμε το θάρρος να συμφιλιωθούμε. Την αναγκαία συμφιλίωση με τους παλιούς μας εξωτερικούς εχθρούς γιατί δεν μπορούμε να την επιτύχουμε?
Πάντοτε η σχέση μας με τους «μεγάλους συμμάχους» μας ήταν υποτελική και αυτό ήταν πηγή πολλών δεινών και αιτία για συστηματική υποβάθμιση των δημοκρατικών μας θεσμών. Την προβληματική αυτή σχέση όμως οι χαρισματικοί πολιτικοί του παρελθόντος την διαχειρίζονταν σίγουρα καλύτερα. Σήμερα η εμπιστοσύνη μας στους ηγέτες μας έχει κλονιστεί, τους θεωρούμε ανικάνους να επιλύσουν ακόμη και απλά προβλήματα της καθημερινότητας και αμφισβητούμε ευθέως ακόμη και τις προθέσεις τους. Κάποιοι μιλούν για επικίνδυνη πολιτική αστάθεια, που γεννά φαινόμενα διαφθοράς και ακυβερνησίας άλλοι προχωρούν παραπέρα και υποστηρίζουν πως υπάρχει βαθειά ηθική και θεσμική κρίση.
Κάποτε σφαζόμασταν για ιδέες (εμφύλιος) σήμερα η πλειοψηφεία των αγώνων και των ανησυχιών μας περιστρέφονται γύρω από το χρήμα. Θύματα του φιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου στο οποίο ποντάραμε το μέλλον της χώρας τρομάζουμε τώρα μπροστά στις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας. Δε φαίνεται να έχουμε κανένα μέσο αντίδρασης στα νέα δεδομένα, νιώθουμε και σαφώς είμαστε απροετοίμαστοι. Η οικονομική μας υπερχρέωση σε κρατικό και ιδιωτικό επίπεδο και τα δομικά προβλήματα της εθνικής μας οικονομίας μας κάνουν ιδιαίτερα ευάλωτους. Οι νέες γενιές είναι αισθητά φτωχότερες και λιγότερο παραγωγικές από τις προηγούμενες παρόλο που στα χαρτιά τουλάχιστον είναι πιο μορφωμένες, πιο επαγγελματικά καταρτισμένες και συνεπώς πιο ελπιδοφόρες.
Η κρίση αυτή μας κάνει ακόμη πιο κυνικούς, φιλάργυρους και υλιστές, η κοινωνική αλληλεγγύη υποχωρεί και η δίψα για εύκολο χρήμα μεγαλώνει. Όλοι κάνουν βραχυπρόθεσμα σχέδια, άλλωστε κανείς δεν ξέρει τι θα μας ξημερώσει. Το στρες και το άγχος για το αύριο δεν μας αφήνουν να δούμε με ηρεμία και να απολαύσουμε το σήμερα. Διατηρούμε απλώς μια φρούδα ίσως ελπίδα πως τα πράγματα κάπως θα εξισορροπηθούν, τα προβλήματα θα κάνουν το κύκλο τους και πως μια νέα αποχή ευημερίας και σταθερότητας θα έρθει.
Δεν μου αρέσει να κλείνω τους προβληματισμούς μου απαισιόδοξα. Έτσι αποφάσισα να κάνω μια παράτολμη πρόβλεψη. Η κοινωνία μας όσο συμβινασμένη και απροετοίμαστη και αν είναι θα σκληραγωγηθεί από τις πρόσφατες εξελίξεις και θα βρει μηχανισμούς άμυνας και αυτορύθμισης. Τα σημερινά προβλήματα μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν ευκαιρίες για το μέλλον.
P.S.
Φλυάρησα ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ίσως το έκανα για να εκτονωθώ, ίσως λέω.
Προσπάθησα να βάλω το συναίσθημα στην άκρη και να δω τα πράγματα καθαρά με τη λογική, δεν νομίζω όμως πως το πέτυχα σε ικανοποιητικό βαθμό.
Οι ανησυχίες και οι ερμηνείες μου δεν αποτελούν θέσφατο.
Η αντιμετώπιση της αστάθειας προϋποθέτει ευελιξία και διάθεση για σοβαρές θυσίες.